5.09.2016

Σπεύστε να δηλώσετε ακατάσχετο λογαριασμό, έρχονται κατασχέσεις (τι ισχύει αναλυτικά για κάθε κατηγορία πολιτών)

Με βάση  απαντήσεις του αναπληρωτή υπουργού οικονομικών κ. Τρύφωνα Αλεξιάδη στη Βουλή ενημερωθήκαμε ότι :
Mε τον ν. 4336/2015 ορίσθηκε στο ποσό των 1.000 ευρώ το ακατάσχετο λογαριασμού για τους μισθούς και για τις συντάξεις, για χρέη προς τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και προς την εφορία.
Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν συγκεκριμένες τράπεζες – είπε ο κ. Αλεξιάδης,-  η τράπεζα «ALPHA»- και είπαν ότι εφόσον δεν το είχαν δηλώσει, ενώ γνωρίζουν ότι είναι μισθός ή ότι είναι σύνταξη –δεν το δήλωσε ο συνταξιούχος, δεν το γνώριζε- κατάσχουν τη σύνταξη. Το κάνουν συγκεκριμένες επανέλαβε, τράπεζες, εκμεταλλευόμενες αυτήν την εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Πρώτα από όλα το ακατάσχετο, είναι στην ουσία 1.000 ευρώ συν το 0,5%, 1.250 ευρώ, για να μην μπερδεύεται ο κόσμος. Είναι 1.250 ευρώ το ακατάσχετο όριο μηνιαία για χρέη προς το Δημόσιο.
Πρέπει, λοιπόν, όλοι να δηλώσουν έναν τέτοιο λογαριασμό για θέματα μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, ώστε να μην έχουμε τέτοιου είδους προβλήματα.

Όπως αναφέρουν Νομικοί:

Α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 του Ν 4174/2013 για την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο που δεν έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ληφθούν, κατά την κρίση του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της οφειλής Υπηρεσίας, είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του, διοικητικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 9 του ΚΕΔΕ τα οποία είναι:

α) κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη, είτε κινητών και απαιτήσεων γενικώς του οφειλέτη που βρίσκονται στα χέρια τρίτου και β) κατάσχεση ακινήτων.

Η ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου αποβλέπει στην όσο το δυνατόν ταχύτερη εισροή στα δημόσια ταμεία των οφειλομένων προς το Δημόσιο χρηματικών ποσών (φόρων, τελών κλπ ) προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και εύρυθμη δημοσιονομική λειτουργία του, η οποία είναι αναγκαία για χάριν του γενικότερου συμφέροντος.

Θεωρία και νομολογία ωστόσο συμφωνούν πως τα μέτρα που λαμβάνει η Διοίκηση πρέπει να επιλέγονται ορθολογικά, να είναι ταυτόχρονα και κατάλληλα και αναγκαία για την πραγμάτωση του αναγκαίου σκοπού.

Δεν επιτρέπεται δηλαδή η Διοίκηση να υπερβαίνει το εύλογο, απολύτως αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Απαγορεύεται, στα πλαίσια της χρηστής Διοίκησης η εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων που ερμηνεύουν με τρόπο ανεπιεική και δογματικό τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις.

Ειδικά στα πλαίσια της Διοικητικής Εκτέλεσης που επισπεύδεται από το Δημόσιο για την ικανοποίηση αξιώσεων του, πρέπει να ερευνάται και να διασφαλίζεται η επιδίωξη του ηπιότερου από το Νόμο προβλεπόμενου μέτρου , ιδίως όταν τίθενται από την αναγκαστική εκτέλεση σε κίνδυνο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του οφειλέτη οδηγώντας τον ουσιαστικά αφενός στην αδυναμία κάλυψης των βιοποριστικών του αναγκών και αφετέρου στην πλήρη στέρηση της δυνατότητας αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Εξαιρετέα της κατάσχεσης κινητών εις χείρας τρίτου απαριθμούνται αποκλειστικά στο άρθρο 31 του ΚΕΔΕ. Έτσι λοιπόν, απαγορεύεται η κατάσχεση:

α) των προσωπικών αντικειμένων του οφειλέτη που απαριθμούνται στο άρθρο 17 του ΚΕΔΕ ακολουθώντας το πνεύμα της αντίστοιχης διάταξης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
β) της εταιρικής μερίδας μόνο προσωπικών εταιριών (δεν ισχύει το ακατάσχετο επί αναληφθέντων κερδών ή επιχειρηματικών αμοιβών)
γ) των απαιτήσεων διατροφής εκ του νόμου ή εκ διατάξεως τελευταίας βουλήσεως,
δ) των απαιτήσεων από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά κατά τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναλυτικά περιγράφονται,
ε) τα 4/5 των ημερομισθίων
στ) το 1/2 των εφ' άπαξ καταβαλλομένων, υπό οιουδήποτε ασφαλιστικού φορέως, βοηθημάτων επί τη εξόδω εκ της Υπηρεσίας ή του επαγγέλματος.

[β]

Η πρώτη ανάγνωση των εξαιρούμενων της κατασχέσεως κινητών μας αφήνει μία επίγευση δικαιοσύνης ως προς το είδος και την προέλευση των κινητών που προστατεύει ο διαχρονικά Νομοθέτης.

Η δεύτερη και πιο προσεκτική ανάγνωση ωστόσο είναι εντελώς διαφορετική και θα μπορούσε να οδηγήσει σε σκέψεις περί διατήρησης σε ισχύ ακραίων και άστοχων νομοθετικά προνομίων ανάλογα με την πηγή προέλευσης του (φορολογητέου) εισοδήματος ειδικά στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία.

Ένας έμπορος/ ελεύθερος επαγγελματίας/ νόμιμος εκπρόσωπος νομικής οντότητας στον οποίο έχουν καταλογισθεί και βεβαιωθεί πρόστιμα, πρόσθετοι φόροι, λοιπά τέλη, ανείσπρακτες ασφαλιστικές εισφορές τα οποία αδυνατεί να ρυθμίσει, αν συνεχίσει να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα κινδυνεύει με κατάσχεση του συνόλου των αποταμιεύσεων του. Αν όμως διακόψει τη δραστηριότητα του και αρχίσει να απασχολείται ως μισθωτός, ο μηνιαίος μισθός μέχρι του ποσού των €1.000,00 θα παραμένει ακατάσχετος.

Το αυτό «προνόμιο» θα έχει εάν συνταξιοδοτηθεί. Αν δε, επιλέξει να παραμείνει άνεργος, το σύνολο των επιδομάτων που θα εισπράττει θα εξαιρεθούν της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη της κατάσχεσης.

Η ληξιπρόθεσμη απαίτηση θα καταταχθεί πιθανόν στις ανείσπρακτες και ίσως κάποτε παραγραφεί. Αν δεν παραγραφεί, θα βαρύνει τους νόμιμους κληρονόμους του αρχικού οφειλέτη.

Ο ίδιος έμπορος/ελεύθερος επαγγελματίας/νόμιμος εκπρόσωπος νομικής οντότητας εάν εισπράττει διατροφή, αυτή θα εξαιρεθεί της κατάσχεσης και με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να ασκήσει αξιοπρεπώς τη γονική μέριμνα των τέκνων του. Αν όμως είναι υπόχρεος στην καταβολή διατροφής θα αδυνατεί να την καταβάλει με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο σε νομικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο για τον ίδιο.

Ο ιδιοκτήτης περισσοτέρων μισθωμένων σε τρίτους ακινήτων που επιβαρύνεται με φόρο μισθωμάτων και φόρο κατοχής οι οποίοι στις μέρες μας δύνανται κατά περίπτωση να ξεπεράσουν αθροιστικά καθ’ έτος τα ¾ των εισπραττόμενων ποσών δύναται να βρεθεί αντιμέτωπος είτε με την κατάσχεση του μισθώματος εις χείρας του μισθωτή είτε με την κατάσχεση του συνολικού περιεχομένου του τραπεζικού του λογαριασμού, είτε αθροιστικά όλων των ανωτέρω αναφερομένων.

Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα καταφέρει να εκποιήσει μέρος της ακίνητής του περιουσίας προκειμένου να τακτοποιήσει τις οφειλές του στο Δημόσιο.

Νέες οφειλές θα δημιουργηθούν το επόμενο οικονομικό έτος, προερχόμενες από την αυτή αιτία, οι οποίες αν το υπόλοιπο του τιμήματος της ήδη διενεργηθείσας πώλησης δεν επαρκεί να καλύψει θα καταστούν ληξιπρόθεσμες.

Και με τον τρόπο αυτό θα επιβληθούν πάλι μέτρα αναγκαστικής κατάσχεσης που για να αρθούν θα υποχρεωθεί εκ νέου να εκποιήσει μέρος της ακίνητης του περιουσίας μέχρι που στο τέλος δε θα έχει πλέον ακίνητη περιουσία προς εκμετάλλευση, άρα δε θα έχει πλέον πόρους αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Από τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται κατανοητό πως στην πράξη οι διαφορές ως προς τις συνέπειες που έχει η ιδιότητα του οφειλέτη του Δημοσίου δηλαδή η πηγή των εισοδημάτων αυτού, καθορίζει και την αποτελεσματικότητα των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως επίσης και το εφικτό ή ανέφικτο είσπραξης των οφειλών. Κυρίως όμως καθορίζει το εφικτό ή ανέφικτο αξιοπρεπούς διαβίωσης των φορολογούμενων που αδυνατούν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους.

Σε αντίθεση με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν αναφορικά με την εν τοις πράγμασι εφαρμογή των διατάξεων περί ακατάσχετου του ΚΕΔΕ ο νομοθέτης έχει ρητή υποχρέωση να χειρίζεται αδιακρίτως, δηλαδή με τρόπο ομοιόμορφο τις όμοιες περιπτώσεις (και αντίστροφα να προβαίνει σε ανόμοια μεταχείριση αυτών που βρίσκονται σε διαφορετικές συνθήκες), ειδικά όταν οι φορολογούμενοι – οφειλέτες του Δημοσίου τελούν υπό τις ίδιες οικονομικές συνθήκες, σεβόμενος με τον τρόπο αυτό τις αρχές της αναλογικότητας και της πλήρους αποτελεσματικότητας στα πλαίσια της επίτευξης των σκοπών του φορολογικού Κράτους, όπως αυτές έχουν πλέον ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το φύλλο, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, η επαγγελματική ιδιότητα και η προέλευση του εισοδήματος τελούν υπό την αυτή ποιότητα προστασίας, μέριμνας ή ειδικής φροντίδας του Κράτους (και του Συντάγματος).

Το διακύβευμα είναι πλέον η νομοθετική θεμελίωση κοινού ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους οφειλέτες του Δημοσίου που αδυνατούν να επιδείξουν νόμιμη συμπεριφορά, δηλαδή να ενεργήσουν σύμφωνα με την δικαιική επιταγή αποπληρώνοντας εμπρόθεσμα το σύνολο των βεβαιωμένων οφειλών τους, ανεξάρτητα πλέον από την πηγή προέλευσης των εισοδημάτων τους.

[γ] ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, λοιποί αυτοαπασχολούμενοι

Το κάθε είδος παρεχόμενης εργασίας ή υπηρεσίας ρυθμίζεται ξεχωριστά στα οικεία κεφάλαια του Αστικού Κώδικα.

Θα ήταν λάθος να συνεχίσουμε να συγχέουμε νοηματικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ιδιωτικής φύσεως με τη γενική συνταγματική προστασία της εργασίας όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 22 του Συντάγματος: καλύπτει όχι μόνο την εξαρτημένη εργασία αλλά και την ανεξάρτητη.


Περιλαμβάνει την σωματική και την πνευματική εργασία. Άρα προστατεύει τόσο τον μισθωτό, όσο και τον εργοδότη. Αναφέρεται τόσο στον υπάλληλο -δημόσιο ή ιδιωτικό- όσο και στον αυτοαπαχολούμενο.