4.02.2019

Αυτοί που νίκησαν τις εισπρακτικές


Δεν αποδέχθηκαν το "παιχνίδι" των εισπρακτικών εταιρειών, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη και βγήκαν νικητές. Τρεις πολίτες περιγράφουν την περιπέτειά τους, τη δικαστική διαμάχη και το θετικό αποτέλεσμα που υποχρέωσε τις τράπεζες σε χρηματική αποζημίωση.
Ακόμα και η ίδια δεν έχει καταλάβει τί έχει συμβεί. Οι λέξεις "νομολογία", "αποζημίωση", "εισπρακτική" δεν της λένε και πολλά πράγματα. Αυτό που ξέρει είναι πως "ακόμα δεν έχει πάρει χρήματα, γιατί πρέπει να γίνει κι άλλο δικαστήριο" αλλά "τουλάχιστον πια δεν με ενοχλούν στο τηλέφωνο". Φυσικά δεν αντιλαμβάνεται ότι ήδη έχει κερδίσει τη δίκη σε πρώτο βαθμό, αλλά τράπεζα και εισπρακτική έχουν καταθέσει έφεση, η οποία έχει προσδιοριστεί για το Σεπτέμβρη.

Η υπόθεση της Ε.Τ. δίχως καν η ίδια να το γνωρίζει, έχει ενταχθεί στις αποφάσεις νομολογίας και αποτελεί πρότυπο για δεκάδες άλλες αγωγές που έχουν ακολουθήσει. Όχι μόνο κατάφερε να λάβει πρωτοδίκως αποζημίωση, ύψους 6.000 ευρώ, αλλά η ειρηνοδίκης Αθήνας στην απόφασή της (υπ' αριθμ. 273/2016) έκρινε ότι η διαβίβαση των προσωπικών της δεδομένων από την τράπεζα στην εισπρακτική εταιρεία, καθώς και η επεξεργασία αυτών, χωρίς ποτέ η οφειλέτρια να ενημερωθεί για τις συγκεκριμένες κινήσεις, είναι παράνομη.

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που έβαλε την υπογραφή της για την χορήγηση προσωπικού καταναλωτικού δανείου, ύψους 5.000 ευρώ. Ήδη γνώριζε πως η κατάσταση της υγείας της δεν ήταν καλή. Στην αρχή ήρθαν τα επιληπτικά επεισόδια, ενώ λίγο αργότερα εντοπίστηκε και το ανεύρυσμα στον εγκέφαλο. "Το 2011 μπήκα στο χειρουργείο. Μέχρι τότε έκανα δουλειές δεξιά και αριστερά γιατί ήμουν μόνη και είχα τρία παιδιά. Μετά χρειάστηκε να γραφτώ στην πρόνοια και έπαιρνα και από το Δήμο μία σακούλα τρόφιμα το μήνα. Σήμερα προσέχω μην ξεχάσω να πάρω τα χάπια μου. Δύο το πρωί, δύο το μεσημέρι και τέσσερα το βράδυ", λέει.

«Ζητούσαν να τους στείλω λεφτά και με ρωτούσαν γιατί να μην τα δανειστώ από κάποιον»
Κάπου εκεί άρχισαν τα προβλήματα και με το δάνειο. Όπως ίδια εξηγεί, αρχικά πλήρωνε τις δόσεις κανονικά: "Μου είχαν πει ότι θα πληρώνω δόση 20 ευρώ το μήνα, αλλά τελικά έφτασε τα 75 ευρώ. Από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να πληρώσω. Ο γιατρός μου είπε να μην κουράζομαι, να μην δουλεύω, ούτε στον ήλιο δεν με αφήνει να βγαίνω χωρίς καπέλο" αναφέρει. Τότε, ανέλαβε δράση η εισπρακτική εταιρεία. Οι συνεχείς κλήσεις για τη ληξιπρόθεσμη οφειλή των 300,34 ευρώ, είχαν σαν στόχο να την πιέσουν όσο μπορούσαν περισσότερο: "Μου έλεγαν ότι θα χάσω το σπίτι μου, αλλά εγώ ζω σε ένα δωμάτιο στο σπίτι του γιου μου. Τους έλεγα πως όταν είχα χρήματα τους τα έδινα και ότι τώρα δεν μπορούσα, αλλά αυτοί ζητούσαν μόνο να τους στείλω τα λεφτά και με ρωτούσαν γιατί να μην τα δανειστώ από κάποιον για να τους τα δώσω". Μάλιστα, όπως καταγράφεται στη δικαστική απόφαση, οι διάλογοι αυτοί την φόβισαν, προκαλώντας της κρίσεις πανικού και επιληψίας, ενώ την ίδια ώρα η εισπρακτική εταιρία ανά τακτά διαστήματα την καλούσε στο σταθερό της τηλέφωνο και μιλούσαν είτε με την ίδια είτε με οικείους της, οχλώντας την για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων δόσεων.

Η Ε.Τ. μπορεί να κατόρθωσε μία πρώτη "νίκη", με τη βοήθεια ενός δικηγόρου , η ίδια όμως βγάζει το δικό της παράπονο. Αν και δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό, έκανε τα πάντα για να μεγαλώσει τα παιδιά της και δεν ήθελε ποτέ να χρωστάει. "Τα λίγα μου ένσημα τα πήρα ως καθαρίστρια σε λεωφορεία και κάνοντας τις βραδινές βάρδιες καθαρισμού στον Ηλεκτρικό. Ακόμα και την babysitter έκανα. Άφηνα τα δικά μου παιδιά για να φυλάω ξένα. Δεν ήταν ότι δεν ήθελα να τους πληρώσω. Δεν είχα..."

Με έφερναν σε δύσκολη θέση μπροστά σε πελάτες μου
Ένα βήμα πιο μπροστά βρίσκεται ο δικηγόρος Γ.Π, ο οποίος πλέον έχει στα χέρια του αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας (υπ' αριθμ. 3428/2016), για προσωπική του υπόθεση. Συγκεκριμένα, έλαβε αποζημίωση, ύψους 5.869,40 ευρώ, για ηθική βλάβη από το πιστωτικό ίδρυμα, με το σκεπτικό ότι ο όρος της ρητής συγκατάθεσης που δίνει ο κάθε πελάτης στην τράπεζα για επεξεργασία των ατομικών του στοιχείων και ενημέρωσης από συνεργαζόμενούς της, αφορά σε ζητήματα προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών "και όχι για θέματα που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού της πιστωτικής κάρτας, ήτοι η όποια συγκατάθεσή του αφορούσε σε ενημέρωση εκ μέρους τρίτων συνεργαζόμενων εταιρειών για προώθηση προϊόντων και όχι συγκατάθεση για διαβίβαση προσωπικών του δεδομένων σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών".

Αυτό που οδήγησε τον Γ.Π  στο να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, εκτός από το ότι είναι πιο εύκολη η απόφαση λόγω της επαγγελματικής του ενασχόλησης, ήταν η συνεχής ενόχληση που δεχόταν. "Οι κλήσεις που έλαβα, έγιναν σε στιγμές που έτυχε να είμαι με πελάτες μου, και όπως γίνεται αντιληπτό, με έφεραν σε δύσκολη θέση και μου δημιούργησαν εκνευρισμό" εξηγεί και προσθέτει ότι ήδη με την ιδέα ότι προσωπικά του δεδομένα είχα ανακοινωθεί χωρίς καμία ενημέρωσή του, τον είχε εξοργίσει. Όσο για τα χρήματα, του φάνηκαν τελικά ιδιαίτερα χρήσιμα, αφού καταβλήθηκαν το 2016, η χρονιά της μεγάλης αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, και έτσι τα περισσότερα δαπανήθηκαν για την κάλυψη τρεχουσών υποχρεώσεων.

Ο ίδιος αισθάνεται υπερηφάνεια για αυτή τη νίκη, αλλά και για πολλές άλλες που έχει καταφέρει για εντολείς του. "Οι υποθέσεις που έχω αναλάβει μέχρι στιγμής είναι επιτυχημένες και έχουν προσθέσει κάθε μία το δικό της λιθαράκι στη νομολογία των προσωπικών δεδομένων, όσον αφορά το κομμάτι των τραπεζών και των εταιριών ενημέρωσης οφειλετών. Έχει θεμελιωθεί δηλαδή, μια σχετικά “στιβαρή" νομολογία κατά των πρακτικών που ακολουθούν πολλές ελληνικές τράπεζες ώστε να ενημερώνουν τους πελάτες τους για ληξιπρόθεσμες οφειλές τους", υποστηρίζει.

Ωστόσο, έχοντας βρεθεί τόσο στη θέση του νομικού όσο και σε αυτή του πολίτη, η πρώτη συμβουλή που έχει να δώσει σε όσους ταλαιπωρούνται από παρόμοιες καταστάσεις, είναι να απευθυνθούν σε δικηγόρο. Επισημαίνει χαρακτηριστικά: "κατανοώ το δύσκολο και στενό οικονομικό περιβάλλον που ζούμε, αλλά ένας νομικός που να έχει ασχοληθεί με το ζήτημα, μπορεί να σταθμίσει τα δεδομένα μιας υπόθεσης. Τους προτρέπω μάλιστα, εφόσον οι πιθανότητες είναι με το μέρος τους, να στραφούν δικαστικά τόσο εναντίον της τράπεζας όσο και κατά της εισπρακτικής. Η εμπειρία μου μέχρι στιγμής μου έχει δείξει ότι οι πιθανότητες θετικής έκβασης της υπόθεσης είναι με το μέρος του δανειολήπτη, αρκεί να έχει φυσικά και την απαραίτητη υπομονή".

Αισθάνθηκα χαρά την στιγμή που έλαβα την αποζημίωση από την τράπεζα
Στον Κικεώνα των εισπρακτικών εταιρειών βρέθηκε, τελείως άθελά του, και ο νομικός Λ.Ν. Για κακή του τύχη υπήρξε θύμα κλοπής και μεταξύ των αντικειμένων ήταν και η πιστωτική του κάρτα, η οποία χρησιμοποιήθηκε για αναλήψεις ύψους 1.100 ευρώ. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ενημέρωσε την τράπεζα για το συμβάν μέσα σε λίγη ώρα, τελικά δεν άργησαν οι κλήσεις από εισπρακτική εταιρία, η οποία διεκδικούσε με συνεχείς οχλήσεις τα χρήματα.

Η επικοινωνία με την τράπεζα και η αίτηση αμφισβήτησης της οφειλής η οποία ακολούθησε, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Επί ένα τρίμηνο τα τηλεφωνήματα συνεχίστηκαν, μάλιστα έφτασαν στο σημείο μέσα σε 18 ημέρες να τον καλέσουν επτά φορές. Έτσι, ο δικηγόρος προσέφυγε στην ελληνική Δικαιοσύνη: "Ήταν η οργή και η αγανάκτηση από τα επανηλειμμένα ενοχλητικά τηλεφωνήματα που δεχόμουν, λαμβανομένου υπόψιν ότι δεν όφειλα και το ποσό που μου ζητούσαν".

Πρόσφατα με την υπ' αριθμ.1566/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, έλαβε και αποζημίωση για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, ύψους 3.000 ευρώ. "Όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη αλλά κυρίως η εφετειακή απόφαση, αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση τόσο για την ουσία του πράγματος, όσο κυρίως για τη νομική εργασία μου, αφού οι δύο αυτές αποφάσεις αποτελούν πρωτότυπα νομολογιακά δεδομένα" αναφέρει και προσθέτει: "Οφείλω, όμως, να ομολογήσω ότι το εντονότερο συναίσθημα αισθάνθηκα την στιγμή που έλαβα την αποζημίωση από την τράπεζα. Ήταν ένα αίσθημα χαράς και προσωπικής δικαίωσης, αλλά συγχρόνως και ικανοποίησης που άνοιξε ο δρόμος για την αποζημίωση άλλων πολιτών που έχουν υποστεί παρόμοια ταλαιπωρία".
Το σημαντικό σε αυτή την αμετάκλητη απόφαση είναι η σημασία που ο πρόεδρος Πρωτοδικών έδωσε στην συχνότητα των κλήσεων της εισπρακτικής εταιρείας. Όπως αναφέρεται, "η συμπεριφορά των υπαλλήλων της εισπρακτικής εταιρίας, η οποία λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της τράπεζας, υπερέβη το επιβαλλόμενο μέτρο, που οφείλεται στις συναλλαγές, και προσέβαλε επανειλημμένα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου, τόσο ως συναλλασσόμενου όσο και ως επαγγελματία".

Για το Λ.Ν., "είναι προφανές ότι η τακτική αυτή αποσκοπεί και επιφέρει σημαντική ψυχολογική πίεση στον οφειλέτη με τη δημιουργία συναισθημάτων ενοχής, ντροπής ή απαξίωσης και δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικής απομόνωσης". Υποστηρίζει δε, πως μόνη λύση είναι η "συντονισμένη κοινωνική πίεση προς την πολιτική ηγεσία, προκειμένου να τροποποιηθεί η υπάρχουσα νομοθεσία", καθώς -όπως εξηγεί- σήμερα ο Νόμος 3758/2009 επιτρέπει στις εταιρείες ενημέρωσης να προβαίνουν σε επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές ειδοποιήσεις και μάλιστα, με συχνότητα μίας τηλεφωνικής όχλησης ανά δύο ημέρες. "Μετά την έκδοση της εφετειακής απόφασης υπήρξε κυβερνητική εξαγγελία ότι το πλαίσιο της συχνότητας των τηλεφωνημάτων θα διαμορφωνόταν στο ένα τηλεφώνημα ανά επτά ημέρες. Αν συμβεί αυτό σαφώς θα είναι μία βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης, πάρα ταύτα όμως δεν θα λύσει το πρόβλημα των πολιτών. Θεωρώ ότι η συχνότητα των τηλεφωνημάτων δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από μία φορά το μήνα, καθώς δεν πιστεύω ότι χρειάζεται κάποιος συχνότερη ενημέρωση για το ύψος της οφειλής του" καταλήγει.