7.26.2022

Απόφαση- σταθμός: Η πρώτη δικαστική απόφαση “τείχος” προστασίας των εγγυητών δανείων – Οι τράπεζες δεν μπορούν να στραφούν απευθείας εναντίον τους

 Η απόφαση κρίνει καταχρηστικό τον όρο δανειακών συμβάσεων σύμφωνα με τον οποίο ο εγγυητής παραιτείται από την ένσταση διζήσεως, δηλαδή το δικαίωμα του να αποκρούσει την καταβολή της οφειλής από εκείνον μέχρι η τράπεζα να στραφεί πρώτα στον βασικό δανειολήπτη (πρωτοφειλέτη).

Την δυνατότητα της τράπεζας ή του δανειστή γενικότερα, να στραφεί κατά του εγγυητή δανείου, ανεξάρτητα αν έχει εξαντλήσει τα περιθώρια εξόφλησης από τον βασικό δανειολήπτη (πρωτοφειλέτη) “καταργεί” επι της ουσίας για πρώτη φορά δικαστική απόφαση που εκδόθηκε από το Ειρηνοδικείο Καλύμνου (38/2022 ειδικές διαδικασίες διάφορες από πιστωτικούς τίτλους).

 

Ουσιαστικά δηλαδή οι τράπεζες υποχρέωναν τους εγγυητές να υπογράφουν πως μπορούν να παρακάμψουν τον οφειλέτη και να στραφούν κατευθείαν εναντίον τους και να διεκδικήσουν τα χρήματα , ανεξάρτητα αν είχαν εξαντλήσει τα περιθώρια είσπραξης του δανείου από τον βασικό οφειλέτη. Με τον τρόπο αυτό όμως, κρίνει η δικαστική απόφαση, η εγγύηση έχει χάσει το νόημά της, μιας και ο εγγυητής έχει καταστεί από την υπογραφή κιόλας της σύμβασης οφειλέτης της συγκεκριμένης σύμβασης, χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει.

 

Η πρώτη

Η απόφαση αυτή θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς είναι η πρώτη φορά που χαρακτηρίζει καταχρηστικό τον όρο της παραίτησης του εγγυητή από την ένσταση διζησεως, δηλαδή το δικαίωμα του τελευταίου να αποκρούσει την καταβολή της οφειλής από εκείνον μεχρι ο δανειστής – η τράπεζα να στραφεί πρώτα στον πρωτοφειλέτη.

 

Μέχρι τη στιγμή αυτή, γινόταν αποδεκτό από την ελληνική νομολογία ότι ο όρος αυτός είναι έγκυρος και επομένως, με την υπογραφή από τον εγγυητή της συμβασης με τον όρο παραιτησεως από την ένσταση διζήσεως, ορθώς η τράπεζα μπορούσε να στραφεί απευθείας κατά του εγγυητή, χωρίς να έχει επιδιώξει πρώτα την ικανοποίηση της από τον πρωτοφειλετη.

 

Δηλαδή μετά την παραίτηση του εγγυητή από την εν λόγω ένσταση, η τράπεζα δύναται να στραφεί κατευθείαν κατά του εγγυητή, ακόμα και χωρίς να ασκήσει καμία ενέργεια έναντι του πρωτοφειλέτη.

 

Με την απόφαση αυτή, στην πραγματικότητα, ο όρος αυτός της δανειακής σύμβασης θεωρείται καταχρηστικός και άκυρος, με αποτέλεσμα ο εγγυητής να μην χάνει τα δικαιώματα του, σε περίπτωση που ο δανειστής – τράπεζα στραφεί πρώτα σε αυτόν για την ικανοποίηση της και επίσης ο δανειστής – τράπεζα να μπορεί να στραφεί κατά του εγγυητή, μονο αν απέβη άκαρπη η ικανοποίηση από τον πρωτοφειλετη.

 

Αποσπάσματα της απόφασης είναι:

 

Ως προς το άκυρο της παραιτήσεως από την ένσταση δίζησης:

 

«Έχει υποστηριχθεί έντονα στη θεωρία, λοιπόν, ότι ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός και αντίθετος στο άρθρο 2 του Ν.2251/1994, καθότι, αφενός, διαταράσσει υπέρμετρα την ισορροπία δικαιωμάτων – υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή – εγγυητή, αφετέρου, ο μέσος καταναλωτής αδυνατεί να αντιληφθεί τη σημασία της νομικής έννοιας της «δίζησης». Ο καταναλωτής δεν υποχρεούται, εξάλλου, να γνωρίζει τη σημασία της ενστάσεως διζήσεως και των συνεπειών της, σε περίπτωση που παραιτηθεί από αυτή, εφόσον ο ίδιος ο πιστωτής δεν του καταστήσει σαφώς τις συνέπειες της παράιτησης από την ανωτέρω ένσταση.

 

Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η παραίτηση από την ένσταση δίζησης, από την πλευρά του εγγυητή, συνιστά υπέρμετρη δέσμευσή του, καθότι η εγγυητική σχέση έχει παρεπόμενο χαρακτήρα έναντι της βασικής σχέσεως. Η παραίτηση, δε, από την ανωτέρω ένσταση εκ μέρους του εγγυητή θα έτρεπε αδικαιολόγητα και παράνομα την εγγυητική ευθύνη από παρεπόμενη σε κύρια οφειλή και τον εγγυητή σε συνοφειλέτη. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση παραίτησης του εγγυητή από την εν λόγω ένσταση, ο εγγυητής, εν τοις πράγμασοι, και μάλιστα από τη χρονική στιγμή της υπογραφής της συμβάσεως αδικαιολόγητα υπεισέρχεται στη θέση του οφειλέτη, μιας και υπογράφοντας την παραίτησή του αυτή από την εν λόγω ένσταση, ο δανειστής δύναται να παρακάμψει τον οφειλέτη και να στραφεί κατευθείαν εναντίον του εγγυητή. Συνεπώς, από τη στιγμή που ο δανειστής, μετά την παραίτηση του εγγυητή από την εν λόγω ένσταση, δύναται να στραφεί κατευθείαν κατά του εγγυητή, ακόμα και χωρίς να ασκήσει καμία ενέργεια έναντι του πρωτοφειλέτη, η εγγύηση έχει χάσει το νόημά της, μιας και ο εγγυητής έχει καταστεί από την υπογραφή κιόλας της σύμβασης οφειλέτης της συγκεκριμένης σύμβασης, χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει. Από τη στιγμή που η παραίτηση από την εν λόγω ένσταση συνιστά κατάργηση του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής ευθύνης και κατάργηση της ίδιας της φύσεως της εγγυητικής ευθύνης καθ’ εαυτής, η εν λόγω παραίτηση κρίνεται ότι τίθεται καταχρηστικώς και κατά παράβαση του νόμου.

 

Η, δε, δέσμευση του εγγυητή, ο οποίος υπογράφει τη σύμβαση με τον σχετικό επίμαχο όρο, χωρίς να γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο δεν εγγυάται απλά την ικανοποίηση του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη, σε περίπτωση που ο τελευταίος δεν προβεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του έναντι του δανειστή, αλλά αναλαμβάνει την ίδια ακριβώς ευθύνη με τον πρωτοφειλέτη, η οποία ευθύνη έχει χαρακτηριστικά εις ολόκληρον ευθύνης έναντι του δανειστού, είναι υπέρμετρη και ως τέτοια, συνιστά καταχρηστικό όρο της σύμβασης και αντίθετο στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη. Εξάλλου, εάν ο εγγυητής γνώριζε από την αρχή ότι υπογράφοντας την παραίτηση του από την ένσταση διζήσεως τρέπεται στην ουσία σε συνοφειλέτη και ο δανειστής άρα θα μπορούσε να στραφεί στον πρωτοφειλέτη ή σε αυτόν κατά δική του προτίμηση, είναι προφανές ότι δεν θα την υπέγραφε, καθώς εάν ήθελε να αναλάβει τέτοιου είδους ευθύνη έναντι του δανειστή, θα την ελάμβανε υπογράφοντας την σύμβαση μαζί με τον πρωτοφειλέτη ως συνοφειλέτης και όχι ως εγγυητής. Η παραίτησή του, δε, αυτή, σε συνδυασμό με άλλους ενδείκτες, όπως η εκμετάλλευση της συγγενικής σχέσης μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή, αλλά και η υποβάθμιση της σοβαρότητας της εγγυητικής ευθύνης από τον ίδιο τον πιστωτή, επιτείνει ακόμη περισσότερο την ήδη υπέρμετρη δέσμευση του εγγυητή. Η δέσμευση, δε, του εγγυητή με την παραίτησή του αυτή από την εν λόγω ένσταση, είναι υπέρμετρη, και για το λόγο ότι ο τελευταίος παραιτείται στην πραγματικότητα από κάθε μελλοντικό του δικαίωμα να προβάλλει ισχυρισμούς, που θα οδηγούσαν στην απαλλαγή του ή στον περιορισμό της ευθύνης του.»

 

Ως προς το ζήτημα της απελευθέρωσης του εγγυητή από την εγγυητική σχέση:

 

«Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρος της ρυθμίσεως που αφορά την ένσταση διζήσεως, ο εγγυητής ακόμα και αν μπορεί να παραιτηθεί νόμιμα και μη καταχρηστικά εκ των προτέρων του θεσπιζόμενου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστού θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρεία αμέλεια του τελευταίου, δοθέντος ότι κατά την διάταξη του άρθρου 332 εδ. 1 ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία, με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαρεία αμέλεια (Ολ. ΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστού περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις, είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστού (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867- 868 ΑΚ) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτου ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτου ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητού, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ` αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστού οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεώς του (βλ. ΕφΘράκης 222/2016). Τέλος, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρείας αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 419/2013, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 377/2011, ΑΠ 2205/2009, ΑΠ 1568/2009 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 512/2008, ΝοΒ 2008/ 2368)».