Στο πραγματικό μέρος της
επίδικης υπόθεσης, της διαγραφής,
δηλαδή οφειλών ύψους 500.000,00 ευρώ
περίπου μιας εκπαιδευτικού, η οποία
είχε αναλάβει 91.015,87 ευρώ από πιστωτικές κάρτες και 166.525,18 ευρώ από καταναλωτικά δάνεια.
Το δικαστήριο δέχτηκε ότι η
αιτούσα ανέλαβε τα δάνεια μετά από «την επίμονη
πίεση των τραπεζών να δώσουν δάνεια», τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι δεν αξιολόγησαν
ορθά την πιστοληπτική ικανότητας της, με αποτέλεσμα λόγω της αφειδούς πίστωσης τους,
να χρεώσει τις πιστωτικές κάρτες με το ποσό των 91.015,87 ευρώ, ενώ το ποσό των καταναλωτικών δανείων ανέρχεται σε 166.525,18 ευρώ και 185.055,11
ευρώ το στεγαστικό της δάνειο.
Η
τράπεζα συγκεκριμένα υποστήριξε
ότι συντρέχει προφανής δόλος στο
πρόσωπο της αιτούσας, υποστηρίζεται ότι
προκύπτει εξαιτίας της από μέρους της ανάληψης
της ευθύνης για αποπληρωμή χρέους
συνολικού ύψους 442.596,16 ευρώ χωρίς να έχει τη σχετική οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί στις ανειλημμένες
οικονομικές της υποχρεώσεις.
Σημείωσε ότι η οφειλή της και μάλιστα σημαντικότατου
ύψους, προέρχεται από μια σύμβαση
στεγαστικού δανείου και από οκτώ
συμβάσεις καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών και προσθέτει ότι
κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και
λογικής ένα τόσο μεγάλο ποσό δεν
είναι δυνατόν να έχει διατεθεί
αποκλειστικά για την κάλυψη βασικών
βιοτικών αναγκών.
Το ετήσιο εισόδημα της αιτούσας σήμερα ανέρχεται στις 14.000 ευρώ. Το δικαστήριο δέχτηκε να υπαχθούν στη ρύθμιση των χρεών οφειλές 442.596,16 ευρώ, δηλαδή χρέη που είναι σχεδόν δεκατέσσερις
φορές περισσότερα από το εισόδημα.Το
δικαστήριο αναγνώρισε ότι σκοπός του
Ν.3869/10 για τη ρύθμιση των χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι «η επανένταξη του υπερχρεωμένου, στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση οικονομικής ελευθερίας που
συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που
αδυνατεί να αποπληρώσει».