4.24.2024

ΤΡΑΠΕΖΕΣ – ΤΟ «ΒΑΡΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ» ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ: «Αρνητική Αναγνωριστική Αγωγή»

 Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή, είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των οφειλετών και παράλληλα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, βάζοντας «φρένο» στις παράνομες και καταχρηστικές πρακτικές Τραπεζών και funds.

 

Η έλευση της πανδημίας του Covid-19 στη Χώρα μας, εκτός από τις επιπτώσεις στο σύστημα υγείας, είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την μεγέθυνση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων», αφού πλήθος δανειοληπτών βρέθηκαν, λόγω των μειωμένων απολαβών τους, σε αδυναμία αποπληρωμής των δόσεών τους, ενώ πολλοί που ήδη αντιμετώπιζαν δυσκολίες οδηγήθηκαν σε πλήρη αδυναμία.

Από την άλλη πλευρά όμως, οι πιστώτριές τους, ή, μάλλον, τα funds στα οποία μεταβιβάστηκαν οι οφειλές, έχοντας το «αβαντάζ» της παύσης κάθε είδους προστασίας της πρώτης κατοικίας και έχοντας το «πράσινο φως» για πράξεις εκτέλεσης και πλειστηριασμούς, ενέργειες που δρομολογήθηκαν ήδη προ της πανδημίας, αλλά και με την προοπτική του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, έχουν ξεκινήσει ένα άνευ προηγουμένου «στενό μαρκάρισμα» των συγκριτικά αδύναμων οφειλετών, με καταγγελίες δανείων, ακόμη και επιδόσεις διαταγών πληρωμής, όπου παρατηρείται στη μεγάλη πλειονότητα μία σημαντική αύξηση της συνολικής οφειλής των οφειλετών. Ποιος άλλωστε μπορεί να τους ελέγξει, όταν έχουν όλα τα πλεονεκτήματα, με το μέρος τους;

 

Όταν όλα τα μέσα εξωδικαστικής διαπραγμάτευσης αποτυγχάνουν, λόγω των καταχρηστικών προσαυξήσεων των οφειλών, λόγω των παράλογων απαιτήσεων για θηριώδεις προκαταβολές και της γενικότερης αδιάλλακτης στάσης των πιστωτών απέναντι σε οφειλέτες πρόθυμους να προχωρήσουν σε αμοιβαία συμφέρουσες ρυθμίσεις, υπό το πρίσμα όμως της καλής πίστης και των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, οι οφειλέτες διαθέτουν ένα σημαντικό όπλο στα χέρια τους: την αρνητική αναγνωριστική αγωγή.

 

Η φύση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής είναι ακριβώς να αναγνωρίσει ένα αρνητικό γεγονός: ότι ο οφειλέτης δεν οφείλει το ποσό που εκτιμά η πιστώτρια Τράπεζα ή fund. Αυτό γίνεται με την συνεργασία με ειδικό οικονομολόγο και την ανάθεση του ελέγχου της οφειλής σε αυτόν, ο οποίος, αφού λάβει όλα τα σχετικά με το εκάστοτε δανειακό προϊόν έγγραφα (συμβάσεις, ρυθμίσεις, κινήσεις λογαριασμών, διακύμανση επιτοκίων κλπ), τα οποία οι Τράπεζες (και τα fund) είναι υποχρεωμένες να χορηγήσουν στους δανειολήπτες εφόσον τα αιτηθούν.

Με όλα τα δεδομένα στα χέρια του, ο οικονομολόγος ελέγχει ότι δεν έχουν εμφιλοχωρήσει «αλχημείες» από πλευράς του πιστωτή, με χρήση παράνομων, αδιαφανών ή και ανύπαρκτων όρων που προβλέπονται στα συμβατικά κείμενα. Όλα τα πορίσματά του, καθώς και η μεθοδολογία του οικονομολόγου αποτυπώνεται σε μία ενιαία οικονομοτεχνική έκθεση, η οποία αναλύεται και προσκομίζεται στο Δικαστήριο προς απόδειξη των ισχυρισμών των οφειλετών, ότι δηλαδή η πραγματική οφειλή είναι σημαντικά κατώτερη από τις εκτιμήσεις της Τραπέζης.

 

Με την αγωγή αυτή ο οφειλέτης φέρνει τον πιστωτή του στην εξαιρετικά αμήχανη θέση να αποδειχθούν δικαστικά οι ατασθαλίες του, αλλά και να χάσει μεγάλο μέρος των προσδοκώμενων κερδών του από την επιβάρυνση της εκάστοτε οφειλής με μη σύννομα έξοδα, προσαυξήσεις, τοκισμούς κι ανατοκισμούς. Παράλληλα, από νομικής άποψης, εγείρει εκκρεμοδικία ως προς το ζήτημα της ορθότητας της οφειλής, ώστε, κατά την ορθή άποψη της θεωρίας και της νομολογίας, εάν κατόπιν της κατάθεσης αρνητικής αγωγής κατατεθεί αίτηση διαταγής πληρωμής, αυτή να είναι άκυρη και να εκπίπτει μέσω σχετικής Ανακοπής του οφειλέτη, κωλύοντας κάθε διαδικασία εκτέλεσης και πλειστηριασμού. Είναι αναμενόμενο άλλωστε οι πιστωτές, εν όψει της αγωγής αυτής να προτιμήσουν την εξωδικαστική ρύθμιση της οφειλής παρά την δικαστική οδό.

 

Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή, λοιπόν, είναι ίσως συγκριτικά, το πιο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των οφειλετών και παράλληλα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, βάζοντας «φρένο» στις παράνομες και καταχρηστικές πρακτικές Τραπεζών και funds. Παρά ταύτα, πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικής βαρύτητας δικαστήριο, ώστε η επιλογή τόσο του εξειδικευμένου δικηγόρου όσο και του ειδικού οικονομολόγου πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, ώστε η έκβαση, δικαστική ή και εξώδικη, να είναι η πιο συμφέρουσα για τα δικαιώματα του οφειλέτη.